λάρος

λάρος
λάρος [ᾰ], , a ravenous sea-bird, perh.
A sea-mew, gull, Od.5.51, Arist.HA542b17, 593b3: hence, metaph., of greedy demagogues, as Cleon,

λ. κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν Ar.Eq.956

;

Κλέωνα τὸν λ. δώρων ἑλόντες Id.Nu.591

, cf. Av.567, Matro Conv.9, Timocl.4.9; also of fools, Luc.Tim.12, Sch.Ar.Pl.913.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… …   Dictionary of Greek

  • λάρος — sea mew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο …   Dictionary of Greek

  • λάρε — λάρος sea mew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροις — λάρος sea mew masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρον — λάρος sea mew masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρου — λάρος sea mew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρους — λάρος sea mew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”